- φθείρων
- φθείρωdestroypres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φθειρῶν — φθείρ louse masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
въшь — ВЪШ|Ь (1*), И с. Вошь: множество въши и блъхъ и малаго прочаго гада. (τῶν φθειρῶν) ЖФСт XII, 130 об … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Beşparmak Dağları — landsat Aufnahme der Beşparmak Dağları und des Bafa Sees … Deutsch Wikipedia
κονίω — (Α) [κόνις] 1. γεμίζω κάτι με σύννεφο σκόνης, καθιστώ κάτι σκονισμένο, καλύπτω με σκόνη, σκονίζω (α. «ἑπτά δ ἐπέσχε πέλεθρα πεσών, ἐκόνισε δὲ χαίτας», Ομ. Ιλ. β. «κισσὸς ἑλιχρύσῳ κεκονιμένος», Θεόκρ.) 2. προετοιμάζομαι για μάχη 3. (για ίππους ή… … Dictionary of Greek
ՈՐՋԼԱԼԻՑ — ( ) NBH 2 0538 Chronological Sequence: Early classical ա. φθειρών γέμων, ούσα pediculis plenus. Լի որջլովք կամ ոջլօք. ... *Եթէ մերկանայցես մտօք զոգի այնպիսւոյն, որջլալից տեսանիցես. Ոսկ. մ. ՟Ա. 14 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)